- ξαπλωταριό
- ξαπλωταριό, το και ξαπλωταριά, η1. το ξάπλωμα, το άπλωμα κάτω: Τ΄ ανάστημά σου το τρανό και τις χοντρές κοκάλες, θαυμάζω, καθώς κείτεσαι ξαπλωταριά μπροστά μου (Βλαχογιάννης).2. τόπος όπου ξαπλώνεται κανείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.