ξαπλωταριό

ξαπλωταριό
ξαπλωταριό, το και ξαπλωταριά, η
1. το ξάπλωμα, το άπλωμα κάτω: Τ΄ ανάστημά σου το τρανό και τις χοντρές κοκάλες, θαυμάζω, καθώς κείτεσαι ξαπλωταριά μπροστά μου (Βλαχογιάννης).
2. τόπος όπου ξαπλώνεται κανείς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξαπλωταριό — το 1. ξάπλα, ξάπλωμα, κατάκλιση 2. τόπος όπου ξαπλώνει κάποιος, χώρος κατάκλισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαπλωτός + κατάλ. αριό (πρβλ. ασκητ αριό)] …   Dictionary of Greek

  • ξαπλωταριά — η 1. το ξαπλωταριό 2. (ως επίρρ.) σε κατάκλιση, ξαπλωτά («δυο λείψανα ξαπλωταριά», Βαλαωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαπλωτός + κατάλ. αριά (πρβλ. ψηστ αριά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”